παρακλητικός — stimulating masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακλητικός — ή, ό / παρακλητικός, ή, όν, Ν ΜΑ [παρακαλώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παράκληση, ικετευτικός νεοελλ. μσν. 1. το θηλ. ως ουσ. η Παρακλητική εκκλ. λειτουργικό βιβλίο τής Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας το οποίο περιέχει κανόνες και τροπάρια … Dictionary of Greek
Παρακλητικός κανόνας — Θρηνητικοί ύμνοι γραμμένοι στη συνηθισμένη μορφή των υμνογραφικών κανόνων. Συνοδεύονται από καθίσματα, από στίχους και άλλα τροπάρια, με τα οποία αποτελούν μικρή παρακλητική ακολουθία που ψάλλεται στους ναούς ή στα σπίτια. Με αυτά επιδιώκεται η… … Dictionary of Greek
παρακλητικά — παρακλητικός stimulating neut nom/voc/acc pl παρακλητικά̱ , παρακλητικός stimulating fem nom/voc/acc dual παρακλητικά̱ , παρακλητικός stimulating fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακλητικώτερον — παρακλητικός stimulating adverbial comp παρακλητικός stimulating masc acc comp sg παρακλητικός stimulating neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακλητικῶν — παρακλητικός stimulating fem gen pl παρακλητικός stimulating masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακλητικόν — παρακλητικός stimulating masc acc sg παρακλητικός stimulating neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακλητικαῖς — παρακλητικός stimulating fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακλητικοῖς — παρακλητικός stimulating masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακλητικοί — παρακλητικός stimulating masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)